Λαϊκή φωνήΕβδομαδιαία εφημερίς πολιτική και ειδησεογραφική1945 - ;όργανο του Δημοκρατικού συνασπισμού Αχαΐας
Βασικός Συντάκτης ο Νίκος Μπελογιάννης , κυ
κλοφορούσε παράνομα στην Πάτρα και στις γύρω περιοχές έως και το 1938 και ήταν "Όργανο συσπείρωσης των λαϊκών αντιδικτατορικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο"...
Eπιμέλεια Ιστολογίου: Πάνος Αϊβαλής, δημοσιογράφος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

.."Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη...
Νίκος Μπελογιάννης

~~

~~
πατήστε πάνω στην εικόνα

Translate {Μετάφραση]

"Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ο άγνωστος ανδριάντας του Νίκου Μπελογιάννη στο Βερολίνο


ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ

Στις προτάσεις της φίλης - «ξεναγού» στο Βερολίνο για τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτώ, ήταν και το άγαλμα του Νίκου Μπελογιάννη στις κτιριακές εγκαταστάσεις μιας ανώτερης τεχνικής και οικονομικής σχολής σήμερα, που την περίοδο της ΓΛΔ στεγάζανε την Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών της ΛΔ Γερμανίας.


Το πανεπιστήμιο βρίσκεται στο ανατολικό διαμέρισμα Karlshorst του Βερολίνου. Εκεί στο προαύλιο της σχολής, μπροστά από το κτίριο της διοίκησης, στέκεται επιβλητικά ο μπρούτζινος ανδριάντας. Μαζί με τη βάση του τέσσερα μέτρα ύψος. Στη βάση του με μπρούτζινα κεφαλαία γράμματα είναι γραμμένα τα εξής: Νίκος Μπελογιάννης / Γεννημένος το 1915 / στην Αμαλιάδα της Πελοποννήσου / εκτελέστηκε στις 30.3.1952 / στο Γουδί της Αθήνας. Και από κάτω: «Αγωνιζόμαστε για να έρθουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Για αυτό το σκοπό αγωνιζόμαστε και αν χρειαστεί, θα θυσιάσουμε ακόμη και τη ζωή μας».

Τα κοντά 60 χρόνια έχουν αφήσει έντονα τα σημάδια του στην επιφάνεια του γλυπτού, χωρίς όμως να αφαιρεί το παραμικρό από τη μεγαλοπρέπειά του. Κάποιες εργασίες συντήρησης του μνημείου είναι πλέον απαραίτητες. Στη βάση του τα υπολείμματα από λίγα γαρίφαλα που άφησαν κάποιοι προηγούμενοι επισκέπτες του. Στην επέτειο της εκτέλεσης κάποια παλιοί πολιτικοί πρόσφυγες αλλά και νεότεροι μετανάστες το επισκέπτονται.

Η επίσκεψη αυτή ήταν η αφορμή για την αναζήτηση πληροφοριών για τον καλλιτέχνη και το ιστορικό δημιουργίας του ανδριάντα. Δύο οι αναφορές στο μνημείο. Ένα αφιέρωμα της «Ντόιτσε Βέλε» και ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Εξάντας» του Βερολίνου (τεύχος 12, Μάιος 2010) που υπογράφει ο Γιώργος Μ. Βραζιτούλης.

Διεθνής κινητοποίηση

Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη στις 30 Μάρτη 1952 προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις. Έκφραση αυτών των αντιδράσεων ήταν και το άγαλμα στο ανατολικό Βερολίνο που δυστυχώς το αγνοούμε. Η διεθνής αντίδραση για τη ματαίωση της εκτέλεσης με διαμαρτυρίες και τηλεγραφήματα προς την κυβέρνηση και τον βασιλιά, έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Στο πρωθυπουργικό γραφείο και στα Ανάκτορα έφταναν καθημερινά εκατοντάδες γράμματα και τηλεγραφήματα απ’ όλες τις γωνιές της γης. Εκατοντάδες οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, με τα δικά τους «όπλα», έδωσαν χρώμα σε αυτό το κίνημα. Αποκορύφωμα, το έργο του Πικάσο «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο».

Αίσθηση και συγκίνηση προκάλεσε η στάση του Νίκου Μπελογιάννη στους Ανατολικογερμανούς και ειδικά στους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η νεαρή τότε ΓΛΔ (δημιουργήθηκε το 1950) όπου ζούσαν πλέον ως πολιτικοί πρόσφυγες αρκετοί μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, πρωτοστατεί στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και συμπαράστασης. Πολυάριθμες ήταν οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλη τη χώρα και μεγάλος ο αριθμός των τηλεγραφημάτων προς την ελληνική κυβέρνηση για αποτροπή του μοιραίου. Συνεχείς οι αναφορές στον Τύπο. Η εκτέλεση προκαλεί νέο κύκλο αντιδράσεων. Η διαμαρτυρία μετατρέπεται σε οργή, αγανάκτηση και αποτροπιασμό. Η «Neues Deutschland» την 1 Απριλίου, στην πρώτη της σελίδα, δίπλα από μια φωτογραφία του Μπελογιάννη, φέρει τον τίτλο: «Ο φόνος του Μπελογιάννη εξεγείρει την υφήλιο». Τα δημοσιεύματα και οι αντιδράσεις συνεχίζονται για αρκετό καιρό. Σχολεία εργοστάσια φορείς νεολαιίστικες οργανώσεις συνδικάτα εκδίδουν ανακοινώσεις καταδίκης και διαμαρτυρίας. Πολλές οι μορφές απόδοσης τιμής στον Έλληνα κομμουνιστή μάρτυρα. Πλατείες, δρόμοι, σχολεία, ανώτερες σχολές, εργοστάσια, μπριγάδες εργατών ακόμη και μηχανήματα αποκτούν τιμητικά το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη.

Το άγαλμα

Στις 21 Νοεμβρίου 1952, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου υπέγραψε συμβόλαιο με τον γλύπτη René Graetz για το άγαλμα του Νίκου Μπελογιάννη το οποίο θα στηνόταν στον προαύλιο χώρο του πανεπιστημίου. Στη σχολή αυτή εκπαιδεύονταν τα μελλοντικά στελέχη των διαφόρων κρατικών επιχειρήσεων της χώρας ενώ φιλοξενούνταν και πολλοί σπουδαστές αδελφών σοσιαλιστικών χωρών από όλη την υφήλιο. Το σκεπτικό της επιλογής ήταν ότι, σε ένα τέτοιο χώρο, το μνημείο θα συνείσφερε επιπλέον στη σφυρηλάτηση ενός πνεύματος διεθνισμού στις νεότερες γενιές.

Όπως παραδέχεται και η Barbara Barsch, ιστορικός τέχνης που έχει γράψει διατριβή για τον René Graetz: «Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για την εποχή. Για πρώτη φορά καλλιτέχνης της Ανατολικής Γερμανίας ασχολούνταν με ένα διεθνιστικό θέμα και κυρίως: έφτιαχνε άγαλμα για κάποιον που δεν ήταν Γερμανός».

Ο René Graetz, γνώριζε ήδη την υπόθεση Μπελογιάννη και δέχθηκε με ενθουσιασμό, γιατί όπως λέει η ιστορικός τέχνης Barbara Barsch «ήταν στρατευμένος. Και το γεγονός ότι εκτελέστηκε ένας αγωνιστής, επειδή δεν ήθελε να αρνηθεί την ιδιότητα του κομμουνιστή τον είχε συγκλονίσει». Είχε όμως να αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα. Έπρεπε η αναπαράσταση του ήρωα να είναι όσο γινόταν περισσότερο ρεαλιστική, πράγμα όχι εύκολο, αφού το μόνο στοιχείο που είχε στη διάθεση του ήταν κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τον τύπο της εποχής. Επιπλέον, το έργο θα έπρεπε στη τελική του μορφή να αρέσει όχι μόνον στους Γερμανούς υπεύθυνους αλλά και στους εκπροσώπους των Ελλήνων προσφύγων, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν γνωρίσει προσωπικά τον ήρωα. Γι’ αυτό από το ξεκίνημα της δουλειάς του ο Graetz αναζήτησε τη συμβουλή και τη γνώμη του παλαίμαχου σήμερα δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη Θανάση Γεωργίου, ο οποίος «θυμάται ότι ο καλλιτέχνης του ζήτησε τη γνώμη για μια πιθανή αναπαράσταση του Μπελογιάννη, κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, με τα χέρια του δεμένα πισθάγκωνα. Η στάση αυτή δεν άρεσε στον ερωτώμενο, αφού τη θεώρησε κατά κάποιο τρόπο ηττοπαθή και μειωτική για τον ήρωα. Έτσι προτιμήθηκε η τωρινή, σαν μια πιο θαρραλέα στάση του σώματος, με τα χέρια σχεδόν απελευθερωμένα από τα δεσμά, γεμάτα αποφασιστικότητα και δύναμη».

Τα αποκαλυπτήρια

Το γύψινο πρωτότυπο του αγάλματος εκτίθεται τo καλοκαίρι του 1954, σε μια έκθεση βερολινέζων καλλιτεχνών, στο Μουσείο της Περγάμου. Λίγους μήνες μετά, στα τέλη του Οκτωβρίου του ίδιου έτους, το πρωτότυπο γύψινο μοντέλο του ανδριάντα έβρισκε το δρόμο του προς το χυτήριο. Οι εργασίες κράτησαν οκτώ περίπου βδομάδες και στις 29 Δεκεμβρίου 1954 ο μπρούτζινος ανδριάντας του Μπελογιάννη έφτανε πλέον με τρένο στο σταθμό Ostbahnhof του Βερολίνου και από εκεί με φορτηγό στη Σχολή. Ο δημιουργός του έκανε τις τελευταίες διορθώσεις και βελτιώσεις και διαμορφώθηκε το βάθρο. Προστέθηκαν και τα στοιχεία της επιγραφής σε συνεργασία με τους Έλληνες εκπροσώπους των πολιτικών προσφύγων.


Τα επίσημα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1956. Στο πρωτομαγιάτικο φύλλο της εφημερίδας Neues Deutschland» υπάρχει η είδηση με τίτλο «Αποκαλυπτήρια του Μνημείου-Μπελογιάννη στο Βερολίνο» όπου αναφέρεται ότι έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου «του Έλληνα πατριώτη και προλεταριακού αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη», παρουσία αντιπροσωπείας του ΚΚΕ. Στην εκδήλωση τοποθέτησης του ανδριάντα η διευθύντρια της Σχολής Eva Altmann έκανε την ομιλία, ενώ «στο όνομα της ελληνικής εργατικής τάξης» ο Καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης ευχαρίστησε τη Σχολή για την εκτίμηση της προσφοράς του Μπελογιάννη για την απελευθέρωση του Ελληνικού λαού».

Κάποιες μέρες μετά, στην εφημερίδα Sonntag της 27ης Μαΐου 1956, αρθρογράφος με αρχικά Κ.Η. θα σχολιάσει για το μνημείο:

«Το μνημείο για τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Έλληνα αγωνιστή της Ελευθερίας, ένα μπρούτζινο γλυπτό του René Graetz, αποτελεί μια καλή και αισθησιακή παρουσία μέσα στο προαύλιο της Ανωτέρας Σχολής Οικονομικών στο Karlshorst. Εκατοντάδες φοιτητές περνούν καθημερινά μπροστά από τον μπρούτζινο ανδριάντα του αλύγιστου, υπερήφανου ανθρώπου, που θυσίασε τη ζωή του για την ελευθερία του λαού του.

»Τα χέρια του είναι δεμένα, όμως η σφιγμένη γροθιά του αριστερού του χεριού συγκρατεί την τεράστια ενέργεια αυτού του αγωνιστή, που ξέρει ότι δεν είναι μόνος, ενώ η ανοιχτή δεξιά παλάμη του ετοιμάζεται με βία και σιγουριά να εκδηλώσει την αντίστασή του ενάντια στους εχθρούς της ελευθερίας, τους εχθρούς της ειρήνης, τους εχθρούς της κοινωνικής προόδου. Ο άνδρας στέκεται λίγο πριν την εκτέλεσή του, με το δεξί του πόδι προτεταμένο, έχοντας συνείδηση των ορίων της δράσης του τη στιγμή αυτή, δεν προχωρεί πλέον, παραμένει αλυσοδεμένος ακίνητος, στέκεται με αισιοδοξία πάνω στο έδαφος που το μοιράζεται με όλους τους ομοϊδεάτες του στον κόσμο, οι οποίοι θα συνεχίσουν τον αγώνα του.

»Ο René Graetz, σε ένα ώριμο και δυνατό έργο τέχνης, μορφοποίησε αυτόν το μοναχικό ήρωα του ελληνικού λαού, όπως αυτός τιμάται εδώ, σε ένα σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία όλων των ανθρώπων και λαών που αγαπούν την ειρήνη, σε μια ζωντανή, πειστική και διαρκώς γόνιμη πραγματικότητα».

Ο γλύπτης René Graetz

Ο René Graetz έχει μια περιπετειώδη βιογραφία και ένα ιδιαίτερο στίγμα στην Τέχνη. Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1908 στο Βερολίνο τυχαία. Στο ταξίδι εξορίας του Ρώσου πατέρα, τυπογράφος στο επάγγελμα και της Ιταλίδας μητέρας του. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στη Γενεύη, όπου εκπαιδεύτηκε και αυτός ως τυπογράφος με ειδίκευση στη βαθυτυπία. Στην Ελβετία παρέμεινε ως το 1929, χρονιά που κέρδισε το πρώτο βραβείο της αγγλικής εφημερίδας «Times», ως καλύτερος τυπογράφος και στη συνέχεια μετοίκησε στο Cape Town της Νότιας Αφρικής. Εκεί δούλεψε ως μηχανικός σε μεγάλη εκτυπωτική εταιρεία, στην ίδρυση της οποίας συνέβαλε. Εκεί έζησε και εργάστηκε στο επάγγελμά του έως το 1938. Στο διάστημα αυτό άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά, ως μέλος του εκεί συνδικάτου τυπογράφων, ενώ το 1932 ξεκίνησε τις σπουδές του στη γλυπτική, στη νεοϊδρυθείσα Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1935 δημιουργήθηκαν τα πρώτα γλυπτά έργα του, ενώ είχε ήδη εγκαταλείψει το μέχρι τότε επάγγελμά του. Το 1938, μετά από διώξεις για την πολιτική του δραστηριότητα, θέλησε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Αν και δεν τον συνδέει τίποτα με τη φασιστική Γερμανία, πήρε γερμανικό διαβατήριο επειδή γεννήθηκε στο Βερολίνο. Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, στη Ζυρίχη για να καταλήξει το 1939 στο Λονδίνο.

Με το ξέσπασμα του Πολέμου εγκλείστηκε, λόγω του γερμανικού διαβατηρίου του, μαζί με εκατοντάδες άλλους γερμανούς που ζούσαν στη Μ. Βρετανία, σε ένα ειδικό στρατόπεδο περιορισμού στον Καναδά. Μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση με τη Γερμανία ή τους Γερμανούς. Γλώσσες του ήταν η γαλλική και τα αγγλικά. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με Γερμανούς κομμουνιστές και αντιφασίστες, με άλλους καλλιτέχνες, όπως οι Theo Balden, Heinz Worner κ.ά. και εισχώρησε στην παράνομη ομάδα του Γερμανικού ΚΚ. Η περίοδος αυτή τον διαμόρφωσε σε έναν στρατευμένο καλλιτέχνη με καθαρούς πολιτικούς προσανατολισμούς. Το 1941, μετά την απόλυση όλων των αντιφασιστών κρατούμενων από το στρατόπεδο, επέστρεψε στο Λονδίνο όπου συμμετείχε στον εκεί ενεργό σύνδεσμο Γερμανών καλλιτεχνών και διανοουμένων Freier Deutscher Kulturbund. Την εποχή εκείνη γνώρισε και τον Henry Moore, τον οποίο επισκεπτόταν τακτικά στο ατελιέ του. Από το 1944 ήταν παντρεμένος με την Ιρλανδέζα Elizabeth Shaw, γραφίστρια και αργότερα διάσημη συγγραφέα παιδικών βιβλίων στη ΛΔΓ. Μετά τον πόλεμο, το 1946, εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους εξόριστους στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, με σκοπό τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της χώρας.

Στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός με τη συμμετοχή του, στη δημιουργία των μνημείων του Buchenwald, το 1958, με τρία ανάγλυφα στηλών, και του Sachsenhausen, το 1959, με τη μεγαλόσωμη ομάδα γλυπτών με τίτλο «Απελευθέρωση». Ανάμεσα στα έργα του είναι και ένα αγαλματίδιο αφιερωμένο στη Ρόζα Λούξεμπουργκ (1973). Εκτός των διάφορων γλυπτών δημιούργησε επίσης πολλά έργα ζωγραφικής (ακουαρέλες) και κεραμικής. Το 1973 τιμήθηκε με το Βραβείο Käthe-Kollwitz της Ακαδημίας των Τεχνών και με το Αργυρούν Πατριωτικό Μετάλλιο Προσφοράς της ΛΔΓ, ενώ είχε επίσης βραβευτεί, το 1959, για τη συμμετοχή του στο Μνημείο του Buchenwald, με το Εθνικό Βραβείο της χώρας. Ο René Graetz πέθανε απροσδόκητα στις 17 Σεπτεμβρίου 1974, στη μικρή κωμόπολη του Graal-Müritz της Ostsee, κατά τη διάρκεια αποθεραπευτικών διακοπών.

EgnatiaPost

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο


Του Νίκου Μπελογιάννη*

Ο Δημοκρατικός Στρατός στην Πελοπόννησο αντρώθηκε κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, πιο δύσκολες ίσως απ’ αυτές που συνάντησαν οι άλλες περιοχές της χώρας.       


Μια πρώτη δυσκολία στεκόταν το γεγονός ότι ο Μωριάς ήταν από παλιά το πιο γερό κάστρο της αντίδρασης και του φαυλοκρατικού παλαιοκομματισμού, και το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα, μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς, παρ’ όλο του το πλάτος, δεν είχε ακόμη καταχτήσει αποφασιστικά την πλειοψηφία του λαού. Εμπόδιο σ’ αυτό είχαν σταθεί και ορισμένες αδικαιολόγητες υπερβασίες, που διαπράχτηκαν στη διάρκεια της κατοχής.
Άλλη δυσκολία βρισκόταν στο ότι με τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία όλα τα ζωντανά και δυναμικά στοιχεία από τα περισσότερα χωριά κι από αρκετές πολιτείες σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αθήνα (πάνω από 15.000), αφήνοντας πέρα για πέρα ελεύθερο το πεδίο δράσης στις συμμορίες των λήσταρχων, που μαζί με τους ένοπλους φανατικούς χίτες και τους υπόλοιπους εξοπλισμένους δεξιούς των χωριών, έφταναν τις 12.000.
Για τους λόγους αυτούς, η ανάπτυξη του αντάρτικού στην Πελοπόννησο στάθηκε στην αρχή κάπως δύσκολη και βασανιστική. Οι πρώτοι ένοπλοι καταδιωκόμενοι βασικά είχανε ν’ αντιμετωπίσουν δύο μεγάλα προβλήματα. Το πρόβλημα της συμφιλίωσης με τους φιλήσυχους δεξιούς και της απομόνωσης των τρομοκρατών, και το πρόβλημα της στρατολογίας.
Μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο μπήκαν εξαρχής σε σχετικά καλό δρόμο. Στο ζήτημα της συμφιλίωσης έλλειψαν οι αυταπάτες, σχετικά με τον τρόπο της πραγματοποίησής της εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του’ 46, ένα συγκρότημα ανταρτών κύκλωσε ξαφνικά το μεσημέρι ένα χωριό της Μεγαλούπολης κι έπιασε όλους σχεδόν τους ενόπλους. Αφού τους πήρε τα όπλα, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πειράξει κανένα αν ζήσουν ήσυχοι και μονοιασμένοι και πάψουν να’ ναι όργανα των εχθρών του λαού, κι ύστερα μπροστά σ’ όλους έσπασε τα όπλα που είχαν παραδόσει οι δεξιοί. Με τον ίδιο τρόπο αιφνιδιάστηκαν μέσα σε λίγες μέρες αρκετά εξοπλισμένα χωριά σε διάφορες περιφέρειες της Πελοποννήσου. Αλλού χωρίς αντίσταση κι αλλού με μικροαντίσταση, αφοπλίστηκαν όλα, χωρίς να τιμωρηθούν ούτε εκείνοι που αντιστάθηκαν.
Η τέτοια ταχτική είχε μεγάλον αντίχτυπο στις χιλιάδες των ένοπλων δεξιών, που ουσιαστικά εξουδετερώθηκαν. Ακόμα και αρκετοί από εκείνους που με την εμφάνιση των πρώτων ομάδων μας είχαν από φόβο καταφύγει στις πολιτείες, αρχίσανε να ξαναγυρίζουν στα χωριά τους. Έτσι απομονώθηκαν οι συμμορίες των τρομοκρατών κι ο αγώνας τώρα ενάντιά τους μπορεί να ήταν ακόμα πολύ σκληρός, αλλά πάντως ήταν πιο εύκολος από πρώτα, όταν οι συμμορίες στηρίζονταν στη μάζα των ένοπλων δεξιών και λίγο- πολύ και των άοπλων. Τέλος, η εξόντωση του Κατσαρέα υποχρέωσε τους περισσότερους ληστές να κλειστούν μέσα στις πολιτείες.
Για τη λύση του προβλήματος της στρατολογίας, αποφασιστικό βήμα στάθηκε το χτύπημα της Σπάρτης και η απελευθέρωση των λαϊκών αγωνιστών. Από την περίοδο αυτή τα τμήματα του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο αντρώνονται κι αρχίζουνε να σημειώνουν μια σειρά αξιόλογες επιτυχίες, που κυριολεκτικά αναστάτωσαν τους μοναρχοφασίστες και τ’ αφεντικά τους. Πού οφείλονται αυτές οι επιτυχίες;
***
Μια κύρια αιτία για αυτές τις επιτυχίες είναι η σωστή ταχτική που ακολούθησε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο. Η ταχτική αυτή είναι καλά προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες και στηρίζεται στην αδιάκοπη κίνηση, τον ελιγμό και τον αιφνιδιασμό του αντίπαλου. Αντί να κολλήσουν κάπου και να τους βρίσκει όταν θέλει εκεί ο εχθρός, κινούνται και διεισδύουν αδιάκοπα στις πιο νευραλγικές εχθρικές περιοχές, υποχρεώνοντας τον εχθρό να τρέχει λαχανιασμένος από πίσω τους.
Άλλο χαρακτηριστικό της ταχτικής του αντάρτικου στην Πελοπόννησο είναι η προσεχτική εκλογή του στόχου και η συγκέντρωση πάνω σ’ αυτόν της πιο γερής και καλά οργανωμένης κρουστικής δύναμης, που μπορούνε να διαθέσουν. Γι’ αυτό και οι αποτυχίες τους, ακόμα και σε κατοικημένους τόπους, είναι ασήμαντες.
Επίσης τρίτο χαρακτηριστικό της ταχτικής τους είναι η μαζική ενέδρα. Στον πόλεμο που κάνουμε σήμερα η ενέδρα στα χέρια μας αποτελεί ένα γερό όπλο και οι δυνατότητες που έχουμε σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλες. Με την ενέδρα, όταν τη συνδυάσεις και με καλά μέτρα ασφαλείας, προξενείς στον εχθρό μεγάλη φθορά και παίρνεις λάφυρα, χωρίς να’ χεις ποτέ σοβαρές απώλειες. Παρ’ όλ’ αυτά, μέχρι σήμερα πολλές μονάδες μας υποτίμησαν πολύ αυτή τη μορφή πολέμου. Αντίθετα στην Πελοπόννησο μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Εκεί τα τμήματά μας πολλές φορές λουφάζουν με πείσμα και υπομονή δύο και τρεις μέρες πάνω από τη δημοσιά, το υποχρεωτικό πέρασμα ή τη σιδηροδρομική γραμμή, περιμένοντας να φανεί η μοναρχοφασιστική φάλαγγα ή το τραίνο.
Τέλος, κάτι άλλο που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι η πονηριά. Επανειλημμένα σχηματισμοί ανταρτών μεταμφιέστηκαν σε χωροφύλακες κι αιφνιδίασαν τους μοναρχοφασίστες μέρα μεσημέρι. Μια άλλη φορά πήραν ένα τηλέφωνο κι ενώνοντάς το με το τηλεγραφικό σύρμα στο δρόμο, πήραν σύνδεση με την Τρίπολη. Ζήτησαν αμέσως δήθεν βιαστικά τη διοίκηση της χωροφυλακής, είπαν (αυτός που τηλεφωνούσε), ότι είναι ο αρχηγός της Χ ενός γνωστού χωριού κι ότι στο χωριό τους μπήκαν αντάρτες. Σε λίγο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες ξεκινούσαν από την Τρίπολη βιαστικά βιαστικά για ενίσχυση. Λίγο παραέξω τους είχαν στήσει καρτέρι οι αντάρτες και τους περιποιήθηκαν όλους. Αυτό το φιάσκο το’ παθαν αρκετές φορές οι μοναρχοφασίστες και κατάντησε στο τέλος να μην πιστεύουν κανένα, που τους ειδοποιούσε για μια εμφάνιση των ανταρτών, έστω κι αν αυτή ήταν σωστή.

Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε πάρα πολλά.

***
Δεύτερη βασική αιτία για τις βαθιές και γερές ρίζες που’ πιασε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο είναι η σωστή πολιτική του και οι καλές σχέσεις του με το λαό. Δημιουργώντας όπου μπορούσαν τη λαϊκή εξουσία και συγχρόνως καίγοντας όπου μπορούσαν μέσα στις φωλιές του εχθρού τις τράπεζες, εφορίες, αγρονομεία, ειρηνοδικεία, χωροφυλακές κλπ, που τόσο τα μισεί ο κόσμος, έκαναν όλο το λαό να νιώσει το βαθύτερο λαϊκό επαναστατικό περιεχόμενο του αγώνα μας και να τον βλέπει με συμπάθεια.
Φροντίζουνε να μην επιβαρύνουν ή να μη ζημιώνουν άσκοπα το λαό. Πολλές φορές έτυχε σε αυτοκίνητα ή σε τραίνα να πιάσουν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα και το μοναρχοφασιστικό ταχυδρομείο. Μέσα στην αλληλογραφία βρέθηκαν και επιταγές ή δολάρια, που’ στελναν έλληνες της Αμερικής σε φτωχούς συγγενείς τους. Αυτά τα ξανάκλειναν σε καινούργιο φάκελο και φροντίζανε να τα στείλουν ταχυδρομικώς στον παραλήπτη, που κατάπληχτος αλλά κι ευχαριστημένος έβλεπε να παίρνει τα λεφτά μέσω του Δημοκρατικού Στρατού.
***
Μιλώντας εδώ για τα θετικά σημεία της δράσης του αντάρτικου στο Μωριά, πρέπει επίσης ιδιαίτερα να τονίσουμε τους αδιάσπαστους δεσμούς, που σφυρηλατούνται αδιάκοπα ανάμεσα στα στελέχη και στους απλούς μαχητές. Οι αντάρτες λατρεύουν τους διοικητές τους, μοιράζονται μαζί τους και τις χαρές και τις λύπες τους. Κι οι διοικητές δείχνουν μια απέραντη στοργή και φροντίδα για τους άντρες τους. Κάθε μαχητή τον θεωρούν σαν ένα πολύτιμο κεφάλαιο και ανάμεσα στ’ άλλα φροντίζουν ώστε στις επιχειρήσεις να’ χουν όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες.
***
Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο αντιμετωπίζει κι αυτό μεγάλες δυσκολίες στα πυρομαχικά και στο επιμελητειακό. Κάθε σφαίρα για να τη ρίξουν πρέπει να είναι βέβαιοι ότι θα πάρουν από τον εχθρό τουλάχιστον μια άλλη. Ο εχθρός για να δικαιολογήσει κι εκεί τις αποτυχίες του μιλάει, όπως παντού, για έξωθεν ενίσχυση κλπ. Όμως στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων μας της Πελοποννήσου θα συναντήσετε πάντοτε προς το τέλος και τις δύο γραμμές που γράφουν: Ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά: Από τον εχθρό. Επιμελητεία: Από τον εχθρό.

***
Η αλήθεια είναι ότι για τα τμήματά μας της Πελοπονννήσου οι δυσκολίες όσο πάνε και γίνονται μεγαλύτερες. Το γεγονός όμως ότι μέχρι σήμερα τα κατάφεραν καλά, γεννάει τη βεβαιότητα ότι και τώρα θα τα καταφέρουν έτσι ώστε ν’ αποτελούν μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη του ΔΣΕ, που αδιάκοπα αναπτύσσεται και κοντά στ’ άλλα ξεκουρελιάζει και τα μοναρχοφασιστικά παραμύθια για έξωθεν ενίσχυση κλπ.


____________
Από το περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» Ιούνης 1948 σελ. 201-202